μοδίστρα

μοδίστρα
μοδίστρα, η και μοδίστα, η
(λ. ιταλ.), αυτή που ράβει επαγγελματικά γυναικεία ρούχα (υποκορ. μοδιστρούλα, η και μοδιστράκι, το).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοδίστρα — και μοδίστα, η αυτή που κάνει κοπτική και ραπτική γυναικείων ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μοδίστα < γαλλ. modiste (< mode «μόδα» < λατ. modus «τρόπος») Το ρ τού μοδίστρα αναλογικά προς το ράφ τρα] …   Dictionary of Greek

  • μοδιστρικός — ή, ό [μοδίστρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοδίστρα («μοδιστρική ικανότητα») 2. το θηλ. ως ουσ. η μοδιστρική η τέχνη τής μοδίστρας …   Dictionary of Greek

  • μοδιστρούλα — η 1. νεαρή μοδίστρα 2. (υποτιμητικά) μοδίστρα μαθητευόμενη η οποία δεν γνωρίζει ακόμη καλά τη δουλειά της …   Dictionary of Greek

  • μαστόρισσα — η (Μ μαστόρισσα) [μάστορας] νεοελλ. 1. η σύζυγος τού μάστορα 2. γυναίκα τών σκηνιτών σιδηρουργών, τών γύφτων, γύφτισσα 3. μοδίστρα 4. γυναίκα έξυπνη και προικισμένη με μεγάλη δεξιοτεχνία για ορισμένα κατασκευάσματα ή για ορισμένες ενέργειες,… …   Dictionary of Greek

  • μοδίστα — η βλ.μοδίστρα …   Dictionary of Greek

  • μοδιστράδικο — το [μοδίστρα] το εργαστήριο τής, μοδίστρας …   Dictionary of Greek

  • μόδιστρος — ο ειδικός επαγγελματίας που σχεδιάζει τα μοντέλα και κάνει κοπτική και ραπτική ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μοδίστρα] …   Dictionary of Greek

  • ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιέρης — και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν 1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος 2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. ιέρης (πρβλ. καμαρ ιέρης)] …   Dictionary of Greek

  • (ε)πιτυχαίνω — και πετυχαίνω (ε)πέτυχα και πέτυχα, επιτεύχτηκα, (ε)πιτυχημένος και πετυχημένος, μτβ. και αμτβ. 1. τυχαίνει να βρω, συναντώ τυχαία: Καλά που σε πέτυχα. 2. βρίσκω το στόχο: Τον πέτυχε με μία σφαίρα. 3. βρίσκω ό,τι ζητώ, φτάνω στο αποτέλεσμα που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”